- περιρραντισμός
- περιρραν-τισμός, ὁ,A sprinkling with water, Sm.Za.13.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιρραντισμός — ὁ, Α [περιρραντίζω] εξαγνισμός με ραντισμό αγιάσματος … Dictionary of Greek
περιρραντισμοῖς — περιρραντισμός sprinkling with water masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιρραντισμοῦ — περιρραντισμός sprinkling with water masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιρραντισμῷ — περιρραντισμός sprinkling with water masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίρρανσις — άνσεως, ἡ, Α [περιρραίνω] η πράξη τού περιρραίνω, ο περιρραντισμός, η περιύγρανση … Dictionary of Greek